κοπροδοχείο

κοπροδοχείο
το (ΑM κοπροδοχεῑον)
1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος
2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα
3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δοχεῖον < δέχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπροδοχείο — το αγγείο ή οχετός που δέχεται τα κόπρανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπροδόχος — ο (Α κοπροδόχος, ον) νεοελλ. προορισμένος να δέχεται κόπρανα αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοπροδόχος κοπροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”